Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mercanzìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [merkanˈtsia]

1 αγαθό υλικό
2 είδος
3 προὶόν
4 πράγμα
5 εμπόρευμα
6 πραμάτεια
7 αγαθό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mercantilistico mercatino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mercantile (ουσ αρσ )
mercantile (επίθ.)
mercantilismo (ουσ αρσ )
mercantilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mercantilistico (επίθ.)
mercanzia (θηλ.ουσ)
mercatino (ουσ αρσ )
mercatistica (θηλ.ουσ)
mercato (ουσ αρσ )
merce (θηλ.ουσ)
merce (θηλ.ουσ)
mercede (θηλ.ουσ)
mercenario (ουσ αρσ )
mercenario (επίθ.)
merceologia (θηλ.ουσ)
merceologico (επίθ.)
merceologo (ουσ αρσ )
merceria (θηλ.ουσ)
mercerizzare (ρ. μτβ.)
mercerizzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---