Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mercenàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [merʧeˈnarjo]

μισθοφόρος στρατιώτης

mercenàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [merʧeˈnarjo]

1 βαλτός
2 μίσθιος
3 πληρωμένος
4 μισθοφορικός
5 μίσθαρνος
6 μισθοφόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mercede merceologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mercatistica (θηλ.ουσ)
mercato (ουσ αρσ )
merce (θηλ.ουσ)
merce (θηλ.ουσ)
mercede (θηλ.ουσ)
mercenario (ουσ αρσ )
mercenario (επίθ.)
merceologia (θηλ.ουσ)
merceologico (επίθ.)
merceologo (ουσ αρσ )
merceria (θηλ.ουσ)
mercerizzare (ρ. μτβ.)
mercerizzato (επίθ.)
mercerizzatrice (θηλ.ουσ)
mercerizzazione (θηλ.ουσ)
merci (ουσ αρσ )
merciaio (ουσ αρσ )
mercificare (ρ. μτβ.)
mercificazione (θηλ.ουσ)
mercimonio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---