Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


merceologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,mɛrʧeoloˈʤia]

1 τεχνολογία του εμπορίου
2 εμποριολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mercenario merceologico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

merce (θηλ.ουσ)
merce (θηλ.ουσ)
mercede (θηλ.ουσ)
mercenario (ουσ αρσ )
mercenario (επίθ.)
merceologia (θηλ.ουσ)
merceologico (επίθ.)
merceologo (ουσ αρσ )
merceria (θηλ.ουσ)
mercerizzare (ρ. μτβ.)
mercerizzato (επίθ.)
mercerizzatrice (θηλ.ουσ)
mercerizzazione (θηλ.ουσ)
merci (ουσ αρσ )
merciaio (ουσ αρσ )
mercificare (ρ. μτβ.)
mercificazione (θηλ.ουσ)
mercimonio (ουσ αρσ )
mercoledì (ουσ αρσ )
mercorella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---