Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmercerizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [merʧeriddzatˈtsjone] 1 επεξεργασία βαμβακερών για απόκτηση λάμψης 2 μερσερισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |