Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mercerizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [merʧeriddzatˈtsjone]

1 επεξεργασία βαμβακερών για απόκτηση λάμψης
2 μερσερισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mercerizzatrice merci  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

merceologo (ουσ αρσ )
merceria (θηλ.ουσ)
mercerizzare (ρ. μτβ.)
mercerizzato (επίθ.)
mercerizzatrice (θηλ.ουσ)
mercerizzazione (θηλ.ουσ)
merci (ουσ αρσ )
merciaio (ουσ αρσ )
mercificare (ρ. μτβ.)
mercificazione (θηλ.ουσ)
mercimonio (ουσ αρσ )
mercoledì (ουσ αρσ )
mercorella (θηλ.ουσ)
mercuriale (θηλ.ουσ)
mercuriale (επίθ.)
mercurialismo (ουσ αρσ )
mercurico (επίθ.)
mercurio (ουσ αρσ )
merda (θηλ.ουσ)
merdaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---