Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mercuriàle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [merkuˈrjale]

1 δελτίο αγοράς
2 δελτίο τιμών αγοράς

mercuriàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [merkuˈrjale]

1 με ιδιότητες κλέφτη και ατσίδα
2 υπό την επίδραση του πλανήτη Ερμή
3 ασταθής
4 υδραργυρικός ή υδραργυρούχος
5 ευμετάβλητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mercorella mercurialismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mercificare (ρ. μτβ.)
mercificazione (θηλ.ουσ)
mercimonio (ουσ αρσ )
mercoledì (ουσ αρσ )
mercorella (θηλ.ουσ)
mercuriale (θηλ.ουσ)
mercuriale (επίθ.)
mercurialismo (ουσ αρσ )
mercurico (επίθ.)
mercurio (ουσ αρσ )
merda (θηλ.ουσ)
merdaio (ουσ αρσ )
merdoso (επίθ.)
merenda (θηλ.ουσ)
meretrice (θηλ.ουσ)
meretricio (ουσ αρσ )
mergo (ουσ αρσ )
mericismo (ουσ αρσ )
meridiana (θηλ.ουσ)
meridiano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---