Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


meretrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mereˈtriʧe]

1 σκυλού
2 σοκακού
3 παρδαλή
4 παστρικιά
5 τσούλα
6 χαμούρα
7 του δρόμου
8 τροτέζα
9 καριόλα
10 κοινή
11 πόρνη
12 πουτάνα
13 κούρβα
14 παλιοβρόμα
15 κοκότα
16 κουφάλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  merenda meretricio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mercurio (ουσ αρσ )
merda (θηλ.ουσ)
merdaio (ουσ αρσ )
merdoso (επίθ.)
merenda (θηλ.ουσ)
meretrice (θηλ.ουσ)
meretricio (ουσ αρσ )
mergo (ουσ αρσ )
mericismo (ουσ αρσ )
meridiana (θηλ.ουσ)
meridiano (ουσ αρσ )
meridiano (επίθ.)
meridionale (ουσ αρσ και θηλ.)
meridionale (επίθ.)
meridionalismo (ουσ αρσ )
meridionalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
meridionalistica (θηλ.ουσ)
meridionalistico (επίθ.)
meridionalizzare (ρ. μτβ.)
meridionalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---