Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmeridiàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [meriˈdjano] μεσημβρινός (κύκλος) meridiàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [meriˈdjano] 1 μεσημβρινός 2 μεσημεριάτικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |