Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmeriggiàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [meridˈʤare] 1 διακόπτω εργασία το μεσημέρι για ανάπαυση 2 παίρνω μεσημεριανό υπνάκο 3 αναπαύομαι το μεσημέρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |