Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


meridionalizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [meridjonalidˈdzare]

μεταφέρω χαρακτηριστικά του Νότου της Ιταλίας στη λοιπή Ιταλία

meridionalizzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [meridjonalidˈdzare]

αποκτώ χαρακτηριστικά του Νότου της Ιταλίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  meridionalistico meridione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

meridionale (επίθ.)
meridionalismo (ουσ αρσ )
meridionalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
meridionalistica (θηλ.ουσ)
meridionalistico (επίθ.)
meridionalizzare (ρ. μτβ.)
meridionalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
meridione (ουσ αρσ )
meriggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
meriggio (ουσ αρσ )
meringa (θηλ.ουσ)
meringato (επίθ.)
merino (αρσ. επίθ και ουσ)
meristema (ουσ αρσ )
meristematico (επίθ.)
meritare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
meritatamente (επίρ.)
meritato (επίθ.)
meritevole (επίθ.)
merito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---