Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmèrito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛrito] η αξία, η αρετή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαè tutto merito suo = τα πάντα έγιναν χάρη σ' αυτόν || in merito a = όσον αφορά σε Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |