Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


meritòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [meriˈtɔrjo]

1 πανάξιος
2 αντάξιος
3 επάξιος
4 άξιος
5 αξιέπαινος
6 αξιότιμος
7 επαινετός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  meritoriamente merla  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

merito (ουσ αρσ )
meritocrate (ουσ αρσ και θηλ.)
meritocratico (επίθ.)
meritocrazia (θηλ.ουσ)
meritoriamente (επίρ.)
meritorio (επίθ.)
merla (θηλ.ουσ)
merlango (ουσ αρσ )
merlare (ρ. μτβ.)
merlato (αρσ. επίθ και ουσ)
merlatura (θηλ.ουσ)
merlettaia (θηλ.ουσ)
merlettare (ρ. μτβ.)
merletto (ουσ αρσ )
merlino (ουσ αρσ )
merlo (ουσ αρσ )
merlotto (ουσ αρσ )
merluzzo (ουσ αρσ )
mero (επίθ.)
meropidi (ουσ αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---