Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


merlùzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [merˈluttso]

ο μπακαλιάρος, ο βακαλάος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  merlotto mero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

merlettare (ρ. μτβ.)
merletto (ουσ αρσ )
merlino (ουσ αρσ )
merlo (ουσ αρσ )
merlotto (ουσ αρσ )
merluzzo (ουσ αρσ )
mero (επίθ.)
meropidi (ουσ αρσ πληθ.)
mesata (θηλ.ουσ)
mescal (ουσ αρσ )
mescalina (θηλ.ουσ)
mescere (ρ. μτβ.)
meschinità (θηλ.ουσ)
meschino (ουσ αρσ )
meschino (επίθ.)
mescita (θηλ.ουσ)
mescitore (ουσ αρσ )
mescolabile (επίθ.)
mescolanza (θηλ.ουσ)
mescolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---