Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


meschìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mesˈkino]

1 φτωχός
2 φουκαριάρης
3 καημένος
4 δύστυχος
5 κακοπαθημένος
6 ζαβαλής
7 φουκαράς
8 κακομοίρης
9 φουκαρατζίκος
10 ταλαίπωρος

meschìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mesˈkino]

ευτελής (-ής, -ές)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  meschinità mescita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mesata (θηλ.ουσ)
mescal (ουσ αρσ )
mescalina (θηλ.ουσ)
mescere (ρ. μτβ.)
meschinità (θηλ.ουσ)
meschino (ουσ αρσ )
meschino (επίθ.)
mescita (θηλ.ουσ)
mescitore (ουσ αρσ )
mescolabile (επίθ.)
mescolanza (θηλ.ουσ)
mescolare (ρ. μτβ.)
mescolarsi (ρ.μ. (αντων.))
mescolata (θηλ.ουσ)
mescolato (αρσ. επίθ και ουσ)
mescolatore (ουσ αρσ )
mescolatore (επίθ.)
mescolatura (θηλ.ουσ)
mescolio (ουσ αρσ )
mese (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---