meschìno
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [mesˈkino]
1 φτωχός
2 φουκαριάρης
3 καημένος
4 δύστυχος
5 κακοπαθημένος
6 ζαβαλής
7 φουκαράς
8 κακομοίρης
9 φουκαρατζίκος
10 ταλαίπωρος
meschìno
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [mesˈkino]
ευτελής (-ής, -ές)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [mesˈkino]
1 φτωχός
2 φουκαριάρης
3 καημένος
4 δύστυχος
5 κακοπαθημένος
6 ζαβαλής
7 φουκαράς
8 κακομοίρης
9 φουκαρατζίκος
10 ταλαίπωρος
meschìno
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [mesˈkino]
ευτελής (-ής, -ές)
permalink
meschino (ουσ αρσ )
meschino (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android