Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmescolatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [meskolaˈtore] Μίξερ mescolatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [meskolaˈtore] ο της ανάμειξης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |