Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mescolìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [meskoˈlio]

1 πρόσμειξη
2 συγκερασμός
3 ανακάτεμα
4 ανάμειξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mescolatura mese  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mescolata (θηλ.ουσ)
mescolato (αρσ. επίθ και ουσ)
mescolatore (ουσ αρσ )
mescolatore (επίθ.)
mescolatura (θηλ.ουσ)
mescolio (ουσ αρσ )
mese (ουσ αρσ )
mesencefalo (ουσ αρσ )
mesenchima (ουσ αρσ )
mesentere (ουσ αρσ )
mesenterico (επίθ.)
mesenterio (ουσ αρσ )
mesenterite (θηλ.ουσ)
mesmerico (επίθ.)
mesmerismo (ουσ αρσ )
mesmerizzazione (θηλ.ουσ)
mesocardia (θηλ.ουσ)
mesocardio (ουσ αρσ )
mesocarpo (ουσ αρσ )
mesocefalia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---