Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mesentèrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mezenˈtɛrjo]

Μεσεντέριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mesenterico mesenterite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mese (ουσ αρσ )
mesencefalo (ουσ αρσ )
mesenchima (ουσ αρσ )
mesentere (ουσ αρσ )
mesenterico (επίθ.)
mesenterio (ουσ αρσ )
mesenterite (θηλ.ουσ)
mesmerico (επίθ.)
mesmerismo (ουσ αρσ )
mesmerizzazione (θηλ.ουσ)
mesocardia (θηλ.ουσ)
mesocardio (ουσ αρσ )
mesocarpo (ουσ αρσ )
mesocefalia (θηλ.ουσ)
mesocefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
mesocolon (ουσ αρσ )
mesoderma (ουσ αρσ )
mesodermico (επίθ.)
mesofillo (ουσ αρσ )
mesofita (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---