Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmescolàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [meskoˈlare] ανακατεύω mescolarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [meskoˈlarsi] 1 επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις 2 ανακατεύομαι σε αλλότρια 3 μπλέκομαι 4 ανακατεύομαι 5 μπερδεύομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |