Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


meschinità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [meskiniˈta]

1 τσιγκουνιά
2 καρμιριά
3 μηδαμινότητα
4 ανεπάρκεια
5 οικτρότητα
6 ατιμία
7 αθλιότητα
8 χαμέρπεια
9 ευτέλεια χαρακτήρα
10 ελεεινότητα
11 αφιλοτιμία
12 μιζέρια
13 προστυχιά
14 μικροψυχία
15 μικροπρέπεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mescere meschino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

meropidi (ουσ αρσ πληθ.)
mesata (θηλ.ουσ)
mescal (ουσ αρσ )
mescalina (θηλ.ουσ)
mescere (ρ. μτβ.)
meschinità (θηλ.ουσ)
meschino (ουσ αρσ )
meschino (επίθ.)
mescita (θηλ.ουσ)
mescitore (ουσ αρσ )
mescolabile (επίθ.)
mescolanza (θηλ.ουσ)
mescolare (ρ. μτβ.)
mescolarsi (ρ.μ. (αντων.))
mescolata (θηλ.ουσ)
mescolato (αρσ. επίθ και ουσ)
mescolatore (ουσ αρσ )
mescolatore (επίθ.)
mescolatura (θηλ.ουσ)
mescolio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---