Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmescàl
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mesˈkal] 1 ποτό Μεξικού από φύλλα αθάνατου 2 κάκτος lopophora williamsii 3 αθάνατος γένους furcraea permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |