Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmèro
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛro] 1 αποτελούμενος μόνο από 2 ατόφιος 3 καθαρός 4 αγνός 5 απόλυτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |