Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmerlettàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [merletˈtare] 1 στολίζω με δαντέλα 2 στολίζω με κέντημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |