Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


merìnga  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [meˈringa]

η μαρέγκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  meriggio meringato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

meridionalizzare (ρ. μτβ.)
meridionalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
meridione (ουσ αρσ )
meriggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
meriggio (ουσ αρσ )
meringa (θηλ.ουσ)
meringato (επίθ.)
merino (αρσ. επίθ και ουσ)
meristema (ουσ αρσ )
meristematico (επίθ.)
meritare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
meritatamente (επίρ.)
meritato (επίθ.)
meritevole (επίθ.)
merito (ουσ αρσ )
meritocrate (ουσ αρσ και θηλ.)
meritocratico (επίθ.)
meritocrazia (θηλ.ουσ)
meritoriamente (επίρ.)
meritorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---