Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmercàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [merˈkato] η αγορά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmercato [αρσ.] rionale = η λαϊκή αγορά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |