Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmercantìle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [merkanˈtile] 1 εμπορικό όχημα 2 εμπορικό πλοίο mercantìle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [merkanˈtile] Εμπορικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |