Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mercanteggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [merkantedˈʤare]

1 συναλλάσσομαι
2 εμπορεύομαι
3 διαπραγματεύομαι τιμή εμπορεύματος ή όρους συμβάσεως
4 παζαρεύω
5 διαπραγματεύομαι

mercanteggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [merkantedˈʤare]

1 διακινώ
2 εκπορνεύω
3 ξεπουλώ
4 πουλώ
5 εκποιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mercanteggiamento mercantesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

meravigliosamente (επίρ.)
meraviglioso (ουσ αρσ )
meraviglioso (επίθ.)
mercante (ουσ αρσ )
mercanteggiamento (ουσ αρσ )
mercanteggiare (ρ.αμτβ.)
mercanteggiare (ρ. μτβ.)
mercantesco (επίθ.)
mercantessa (θηλ.ουσ)
mercantile (ουσ αρσ )
mercantile (επίθ.)
mercantilismo (ουσ αρσ )
mercantilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mercantilistico (επίθ.)
mercanzia (θηλ.ουσ)
mercatino (ουσ αρσ )
mercatistica (θηλ.ουσ)
mercato (ουσ αρσ )
merce (θηλ.ουσ)
merce (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---