Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmeravigliòso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [meraviʎˈʎoso], [meraviʎˈʎozo] 1 κάτι υπέροχο 2 θαύμα 3 το εξαίσιο meravigliòso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [meraviʎˈʎoso], [meraviʎˈʎozo] θαυμάσιος (-α, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |