Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


meravigliòso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [meraviʎˈʎoso], [meraviʎˈʎozo]

1 κάτι υπέροχο
2 θαύμα
3 το εξαίσιο

meravigliòso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [meraviʎˈʎoso], [meraviʎˈʎozo]

θαυμάσιος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  meravigliosamente mercante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

meravigliare (ρ.αμτβ.)
meravigliare (ρ. μτβ.)
meravigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
meravigliato (επίθ.)
meravigliosamente (επίρ.)
meraviglioso (ουσ αρσ )
meraviglioso (επίθ.)
mercante (ουσ αρσ )
mercanteggiamento (ουσ αρσ )
mercanteggiare (ρ.αμτβ.)
mercanteggiare (ρ. μτβ.)
mercantesco (επίθ.)
mercantessa (θηλ.ουσ)
mercantile (ουσ αρσ )
mercantile (επίθ.)
mercantilismo (ουσ αρσ )
mercantilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mercantilistico (επίθ.)
mercanzia (θηλ.ουσ)
mercatino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---