Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


meravigliàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [meraviʎˈʎare]

Καταπλήσσομαι

meravigliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [meraviʎˈʎare]

1 σοκάρω
2 θαμπώνω
3 κατακεραυνώνω
4 ξαφνιάζω
5 κουφαίνω
6 αποσβολώνω
7 καταπλήσσω
8 αφήνω άναυδο
9 εντυπωσιάζω
10 εκπλήσσω

meravigliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [meraviʎˈʎarsi]

εκπλήσσομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  meraviglia meravigliato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

menzione (θηλ.ουσ)
menzogna (θηλ.ουσ)
menzognero (επίθ.)
meramente (επίρ.)
meraviglia (θηλ.ουσ)
meravigliare (ρ.αμτβ.)
meravigliare (ρ. μτβ.)
meravigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
meravigliato (επίθ.)
meravigliosamente (επίρ.)
meraviglioso (ουσ αρσ )
meraviglioso (επίθ.)
mercante (ουσ αρσ )
mercanteggiamento (ουσ αρσ )
mercanteggiare (ρ.αμτβ.)
mercanteggiare (ρ. μτβ.)
mercantesco (επίθ.)
mercantessa (θηλ.ουσ)
mercantile (ουσ αρσ )
mercantile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---