Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


meraménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [meraˈmente]

1 καθαρά
2 μόνο και μόνο
3 ξάστερα
4 λιτά
5 μόνο
6 μερικά
7 απλά και μόνο
8 απλά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  menzognero meraviglia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

menzionare (ρ. μτβ.)
menzionato (επίθ.)
menzione (θηλ.ουσ)
menzogna (θηλ.ουσ)
menzognero (επίθ.)
meramente (επίρ.)
meraviglia (θηλ.ουσ)
meravigliare (ρ.αμτβ.)
meravigliare (ρ. μτβ.)
meravigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
meravigliato (επίθ.)
meravigliosamente (επίρ.)
meraviglioso (ουσ αρσ )
meraviglioso (επίθ.)
mercante (ουσ αρσ )
mercanteggiamento (ουσ αρσ )
mercanteggiare (ρ.αμτβ.)
mercanteggiare (ρ. μτβ.)
mercantesco (επίθ.)
mercantessa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---