Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


meravigliosaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [meraviʎʎosaˈmente]

1 μούρλια
2 καταπληκτικά
3 θαύμα
4 περίφημα
5 θαυμάσια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  meravigliato meraviglioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

meraviglia (θηλ.ουσ)
meravigliare (ρ.αμτβ.)
meravigliare (ρ. μτβ.)
meravigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
meravigliato (επίθ.)
meravigliosamente (επίρ.)
meraviglioso (ουσ αρσ )
meraviglioso (επίθ.)
mercante (ουσ αρσ )
mercanteggiamento (ουσ αρσ )
mercanteggiare (ρ.αμτβ.)
mercanteggiare (ρ. μτβ.)
mercantesco (επίθ.)
mercantessa (θηλ.ουσ)
mercantile (ουσ αρσ )
mercantile (επίθ.)
mercantilismo (ουσ αρσ )
mercantilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mercantilistico (επίθ.)
mercanzia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---