Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmercànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [merˈkante] 1 πλασιέ 2 πωλητής 3 έμπορας 4 εμπορευόμενος 5 έμπορος 6 μαγαζάτορας 7 καταστηματάρχης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |