Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mèntore  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛntore]

1 καθοδηγητής πιστός
2 σύμβουλος αφοσιωμένος
3 έμπιστος σύμβουλος
4 μέντορας
5 μέντωρ
6 σύμβουλος σοφός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mentoniera mentovare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mentitore (επίθ.)
mento (ουσ αρσ )
mentolato (επίθ.)
mentolo (ουσ αρσ )
mentoniera (θηλ.ουσ)
mentore (ουσ αρσ )
mentovare (ρ. μτβ.)
mentre (σύνδ.)
mentuccia (θηλ.ουσ)
menu, menù (ουσ αρσ )
menzionabile (επίθ.)
menzionare (ρ. μτβ.)
menzionato (επίθ.)
menzione (θηλ.ουσ)
menzogna (θηλ.ουσ)
menzognero (επίθ.)
meramente (επίρ.)
meraviglia (θηλ.ουσ)
meravigliare (ρ.αμτβ.)
meravigliare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---