ItalianoGreco


mèntore  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛntore]

1 καθοδηγητής πιστός
2 σύμβουλος αφοσιωμένος
3 έμπιστος σύμβουλος
4 μέντορας
5 μέντωρ
6 σύμβουλος σοφός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---