Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mensìle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [menˈsile]

1 μισθός με τον μήνα
2 μηνιαίες αποδοχές
3 μηνιάτικο
4 μηνιαίο περιοδικό
5 μηνιαίος μισθός

mensìle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [menˈsile]

μηνιαίος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  menscevismo mensilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

menorragico (επίθ.)
mensa (θηλ.ουσ)
menscevico (ουσ αρσ )
menscevico (επίθ.)
menscevismo (ουσ αρσ )
mensile (ουσ αρσ )
mensile (επίθ.)
mensilità (θηλ.ουσ)
mensilmente (επίρ.)
mensola (θηλ.ουσ)
mensuralismo (ουσ αρσ )
menta (θηλ.ουσ)
mentale (επίθ.)
mentalità (θηλ.ουσ)
mentalmente (επίρ.)
mentastro (ουσ αρσ )
mente (θηλ.ουσ)
mentecatto (ουσ αρσ )
mentecatto (επίθ.)
mentina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---