Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmenscevìco, menscèvico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [menʃeˈviko], [menˈʃɛviko] Μενσεβίκος menscevìco, menscèvico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [menʃeˈviko], [menˈʃɛviko] Μενσεβικικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |