Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


menomàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [menoˈmare]

1 υποβαθμίζω
2 ταπεινώνω
3 περικόπτω
4 υποτιμώ
5 κολοβώνω
6 εξουδετερώνω
7 σακατεύω
8 ελαττώνω
9 σμικρύνω
10 λιγοστεύω
11 μειώνω
12 μετριάζω
13 ελαχιστοποιώ
14 μικραίνω

menomarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [menoˈmarsi]

1 αδυνατίζω
2 χειροτερεύω
3 μειώνομαι
4 ταπεινώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  menomamente menomato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

meno (επίθ.)
meno (πρόθ.)
meno (επίρ.)
menomabile (επίθ.)
menomamente (επίρ.)
menomare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
menomarsi (ρ.μ. (αντων.))
menomato (ουσ αρσ )
menomato (επίθ.)
menomazione (θηλ.ουσ)
menomo (επίθ.)
menopausa (θηλ.ουσ)
menorragia (θηλ.ουσ)
menorragico (επίθ.)
mensa (θηλ.ουσ)
menscevico (ουσ αρσ )
menscevico (επίθ.)
menscevismo (ουσ αρσ )
mensile (ουσ αρσ )
mensile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---