Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmenestrèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [menesˈtrɛllo] 1 λαὶκός ποιητής 2 ριμαδόρος 3 ποιητάρης 4 αοιδός 5 ραψωδός 6 τροβαδούρος 7 τραγουδιστής μεσαίωνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |