Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mènhir, menhìr  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛnir], [meˈnir]

προὶστορικός μονόλιθος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  menestrello meninge  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

menefreghista (επίθ.)
meneghino (ουσ αρσ )
meneghino (επίθ.)
Menelao (κύρ.όν. αρσ.)
menestrello (ουσ αρσ )
menhir (ουσ αρσ )
meninge (θηλ.ουσ)
meningeo (επίθ.)
meningite (θηλ.ουσ)
meningococco (ουσ αρσ )
meningoencefalite (θηλ.ουσ)
meningoencefalitico (επίθ.)
menisco (ουσ αρσ )
meno (ουσ αρσ )
meno (επίθ.)
meno (πρόθ.)
meno (επίρ.)
menomabile (επίθ.)
menomamente (επίρ.)
menomare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---