Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mendicàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [mendiˈkare]

1 εξαιτούμαι
2 αιτούμαι

mendicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mendiˈkare]

1 διπλαρώνω
2 γίνομαι φορτικός
3 αγρεύω
4 ικετεύω αγωνιωδώς
5 ικετεύω
6 εκλιπαρώ
7 επαιτώ
8 διακονεύω
9 ζητιανεύω
10 βγαίνω στη γύρα
11 ψωμοζητώ
12 ζητώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mendicante mendicità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mendelevio (ουσ αρσ )
mendeliano (επίθ.)
mendelismo (ουσ αρσ )
mendicante (ουσ αρσ και θηλ.)
mendicante (επίθ.)
mendicare (ρ.αμτβ.)
mendicare (ρ. μτβ.)
mendicità (θηλ.ουσ)
mendico (ουσ αρσ )
mendico (επίθ.)
menefreghismo (ουσ αρσ )
menefreghista (ουσ αρσ και θηλ.)
menefreghista (επίθ.)
meneghino (ουσ αρσ )
meneghino (επίθ.)
Menelao (κύρ.όν. αρσ.)
menestrello (ουσ αρσ )
menhir (ουσ αρσ )
meninge (θηλ.ουσ)
meningeo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---