Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mendàcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [menˈdaʧo]

1 ψεύδος
2 παραμύθι
3 αναλήθεια
4 ψέμα
5 ψευδολογία
6 ψευτιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mendacia mendacità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

menarola (θηλ.ουσ)
menata (θηλ.ουσ)
menda (θηλ.ουσ)
mendace (επίθ.)
mendacia (θηλ.ουσ)
mendacio (ουσ αρσ )
mendacità (θηλ.ουσ)
mendelevio (ουσ αρσ )
mendeliano (επίθ.)
mendelismo (ουσ αρσ )
mendicante (ουσ αρσ και θηλ.)
mendicante (επίθ.)
mendicare (ρ.αμτβ.)
mendicare (ρ. μτβ.)
mendicità (θηλ.ουσ)
mendico (ουσ αρσ )
mendico (επίθ.)
menefreghismo (ουσ αρσ )
menefreghista (ουσ αρσ και θηλ.)
menefreghista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---