Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmenaròla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [menaˈrɔla] 1 τριβόλι 2 τριβέλι 3 τρυπάνι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |