Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


menàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [meˈnare]

1 διευθύνω
2 κατευθύνω
3 οδηγώ
4 μεταφέρω
5 πηγαίνω
6 φέρνω
7 καθοδηγώ
8 άγω
9 διάγω
10 χτυπώ
11 κυματίζω
12 καταφέρνω χτύπημα
13 τραβολογώ
14 τραβώ
15 επισείω απειλητικά
16 ζω
17 διαβιώνω
18 αναδεύω
19 δονώ
20 κουνώ

menarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [meˈnarsi]

1 αρπάζομαι στα χέρια
2 μαλλιοτραβιέμαι
3 τσακώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  menarca menarola  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


menare per il naso = σερνω απ' τη μύτη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

menabò (ουσ αρσ )
menade (θηλ.ουσ)
menage (ουσ αρσ )
menagramo (ουσ αρσ και θηλ.)
menarca (ουσ αρσ )
menare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
menarsi (ρ.μ. (αντων.))
menarola (θηλ.ουσ)
menata (θηλ.ουσ)
menda (θηλ.ουσ)
mendace (επίθ.)
mendacia (θηλ.ουσ)
mendacio (ουσ αρσ )
mendacità (θηλ.ουσ)
mendelevio (ουσ αρσ )
mendeliano (επίθ.)
mendelismo (ουσ αρσ )
mendicante (ουσ αρσ και θηλ.)
mendicante (επίθ.)
mendicare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---