menàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [meˈnare]
1 διευθύνω
2 κατευθύνω
3 οδηγώ
4 μεταφέρω
5 πηγαίνω
6 φέρνω
7 καθοδηγώ
8 άγω
9 διάγω
10 χτυπώ
11 κυματίζω
12 καταφέρνω χτύπημα
13 τραβολογώ
14 τραβώ
15 επισείω απειλητικά
16 ζω
17 διαβιώνω
18 αναδεύω
19 δονώ
20 κουνώ
menarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [meˈnarsi]
1 αρπάζομαι στα χέρια
2 μαλλιοτραβιέμαι
3 τσακώνομαι
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [meˈnare]
1 διευθύνω
2 κατευθύνω
3 οδηγώ
4 μεταφέρω
5 πηγαίνω
6 φέρνω
7 καθοδηγώ
8 άγω
9 διάγω
10 χτυπώ
11 κυματίζω
12 καταφέρνω χτύπημα
13 τραβολογώ
14 τραβώ
15 επισείω απειλητικά
16 ζω
17 διαβιώνω
18 αναδεύω
19 δονώ
20 κουνώ
menarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [meˈnarsi]
1 αρπάζομαι στα χέρια
2 μαλλιοτραβιέμαι
3 τσακώνομαι
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
menare per il naso = σερνω απ' τη μύτη
menare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
menarsi (ρ.μ. (αντων.))

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android