Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


menàrca  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [meˈnarka]

1 εμμηναρχή
2 αρχή εμμήνων για πρώτη φορά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  menagramo menare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mena (θηλ.ουσ)
menabò (ουσ αρσ )
menade (θηλ.ουσ)
menage (ουσ αρσ )
menagramo (ουσ αρσ και θηλ.)
menarca (ουσ αρσ )
menare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
menarsi (ρ.μ. (αντων.))
menarola (θηλ.ουσ)
menata (θηλ.ουσ)
menda (θηλ.ουσ)
mendace (επίθ.)
mendacia (θηλ.ουσ)
mendacio (ουσ αρσ )
mendacità (θηλ.ουσ)
mendelevio (ουσ αρσ )
mendeliano (επίθ.)
mendelismo (ουσ αρσ )
mendicante (ουσ αρσ και θηλ.)
mendicante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---