Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόména, mèna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmena], [ˈmɛna] 1 ύποπτη συναλλαγή 2 δολοπλοκία 3 ίντριγκα 4 συνωμοσία 5 ελιγμός 6 πλεκτάνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |