Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ména, mèna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmena], [ˈmɛna]

1 ύποπτη συναλλαγή
2 δολοπλοκία
3 ίντριγκα
4 συνωμοσία
5 ελιγμός
6 πλεκτάνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  memorizzazione menabò  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

memorie (θηλ. ουσ πληθ.)
memoriale (αρσ. επίθ και ουσ)
memorialista (ουσ αρσ και θηλ.)
memorizzare (ρ. μτβ.)
memorizzazione (θηλ.ουσ)
mena (θηλ.ουσ)
menabò (ουσ αρσ )
menade (θηλ.ουσ)
menage (ουσ αρσ )
menagramo (ουσ αρσ και θηλ.)
menarca (ουσ αρσ )
menare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
menarsi (ρ.μ. (αντων.))
menarola (θηλ.ουσ)
menata (θηλ.ουσ)
menda (θηλ.ουσ)
mendace (επίθ.)
mendacia (θηλ.ουσ)
mendacio (ουσ αρσ )
mendacità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---