ItalianoGreco


memòria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [meˈmɔrja]

η μνήμη

memorie  
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [meˈmɔrje]

1 αφήγηση συμβάντων από κάποιον που τα έζησε
2 απομνημονεύματα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


imparare qualcosa a memoria = μαθαίνω κάτι απ' έξω



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---