Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


memòria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [meˈmɔrja]

η μνήμη

memorie  
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [meˈmɔrje]

1 αφήγηση συμβάντων από κάποιον που τα έζησε
2 απομνημονεύματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  memore memoriale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


imparare qualcosa a memoria = μαθαίνω κάτι απ' έξω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

memento (ουσ αρσ )
memorabile (επίθ.)
memorando (επίθ.)
memorandum (ουσ αρσ )
memore (επίθ.)
memoria (θηλ.ουσ)
memorie (θηλ. ουσ πληθ.)
memoriale (αρσ. επίθ και ουσ)
memorialista (ουσ αρσ και θηλ.)
memorizzare (ρ. μτβ.)
memorizzazione (θηλ.ουσ)
mena (θηλ.ουσ)
menabò (ουσ αρσ )
menade (θηλ.ουσ)
menage (ουσ αρσ )
menagramo (ουσ αρσ και θηλ.)
menarca (ουσ αρσ )
menare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
menarsi (ρ.μ. (αντων.))
menarola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---