Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ménage  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [meˈnaʒ]

1 νοικοκυριό
2 διαχείριση υποθέσεων σπιτιού
3 νοικοκύρεμα
4 δουλειές ρουτίνας απαραίτητες
5 νοικοκυροσύνη
6 οικοκυροσύνη
7 οικοκυρική
8 βάστηγμα του νοικοκυριού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  menade menagramo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

memorizzare (ρ. μτβ.)
memorizzazione (θηλ.ουσ)
mena (θηλ.ουσ)
menabò (ουσ αρσ )
menade (θηλ.ουσ)
menage (ουσ αρσ )
menagramo (ουσ αρσ και θηλ.)
menarca (ουσ αρσ )
menare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
menarsi (ρ.μ. (αντων.))
menarola (θηλ.ουσ)
menata (θηλ.ουσ)
menda (θηλ.ουσ)
mendace (επίθ.)
mendacia (θηλ.ουσ)
mendacio (ουσ αρσ )
mendacità (θηλ.ουσ)
mendelevio (ουσ αρσ )
mendeliano (επίθ.)
mendelismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---