Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


menagràmo  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,menaˈgramo]

1 γκαντέμης
2 γρουσούζικο πράγμα
3 γουρσούζης
4 καντέμης
5 κατσικοπόδαρος
6 γρουσουζιά
7 γρουσούζης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  menage menarca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

memorizzazione (θηλ.ουσ)
mena (θηλ.ουσ)
menabò (ουσ αρσ )
menade (θηλ.ουσ)
menage (ουσ αρσ )
menagramo (ουσ αρσ και θηλ.)
menarca (ουσ αρσ )
menare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
menarsi (ρ.μ. (αντων.))
menarola (θηλ.ουσ)
menata (θηλ.ουσ)
menda (θηλ.ουσ)
mendace (επίθ.)
mendacia (θηλ.ουσ)
mendacio (ουσ αρσ )
mendacità (θηλ.ουσ)
mendelevio (ουσ αρσ )
mendeliano (επίθ.)
mendelismo (ουσ αρσ )
mendicante (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---