menagràmo
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [,menaˈgramo]
1 γκαντέμης
2 γρουσούζικο πράγμα
3 γουρσούζης
4 καντέμης
5 κατσικοπόδαρος
6 γρουσουζιά
7 γρουσούζης
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [,menaˈgramo]
1 γκαντέμης
2 γρουσούζικο πράγμα
3 γουρσούζης
4 καντέμης
5 κατσικοπόδαρος
6 γρουσουζιά
7 γρουσούζης
permalink
menagramo (ουσ αρσ και θηλ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android