Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indulgènte (επίθ.) induzióne (θηλ.ουσ)
indulgènza (θηλ.ουσ) inebetìre (ρ.αμτβ.)
indùlgere (ρ. μτβ. και αμετβ.) inebetìre (ρ. μτβ.)
indùlto (ουσ αρσ ) inebetirsi (ρ.μ. (αντων.))
induménto (ουσ αρσ ) inebetìto (επίθ.)
induriménto (ουσ αρσ ) inebriaménto (ουσ αρσ )
indurìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) inebriànte (επίθ.)
indurìrsi (ρ. μ. αμτβ.) inebriàre (ρ. μτβ.)
indùrre (ρ. μτβ.) inebriarsi (ρ.μ. (αντων.))
indursi (ρ.μ. (αντων.)) ineccepìbile (επίθ.)
indùsio (ουσ αρσ ) inèdia (θηλ.ουσ)
indùstre (επίθ.) inedificàbile (επίθ.)
indùstria (θηλ.ουσ) inèdito (επίθ.)
industriàle (ουσ αρσ και θηλ.) ineducàbile (επίθ.)
industriàle (επίθ.) ineducàto (επίθ.)
industrialìsmo (ουσ αρσ ) ineducazióne (θηλ.ουσ)
industrializzàre (ρ. μτβ.) ineffàbile (επίθ.)
industrializzazióne (θηλ.ουσ) ineffabilità (θηλ.ουσ)
industriàrsi (ρ. μ. αμτβ.) ineffettuàbile (επίθ.)
industrióso (επίθ.) inefficàce (επίθ.)
induttànza (θηλ.ουσ) inefficàcia (θηλ.ουσ)
induttìvo (επίθ.) inefficiènte (επίθ.)
induttòmetro (ουσ αρσ ) inefficiènza (θηλ.ουσ)
induttóre (ουσ αρσ ) ineguagliàbile (επίθ.)
induttóre (επίθ.) ineguagliànza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: