Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inefficiènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ineffiˈʧɛntsa]

1 αναποτελεσματικότητα
2 ανικανότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inefficiente ineguagliabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ineffabilità (θηλ.ουσ)
ineffettuabile (επίθ.)
inefficace (επίθ.)
inefficacia (θηλ.ουσ)
inefficiente (επίθ.)
inefficienza (θηλ.ουσ)
ineguagliabile (επίθ.)
ineguaglianza (θηλ.ουσ)
ineguale (επίθ.)
inegualità (θηλ.ουσ)
inelegante (επίθ.)
ineleganza (θηλ.ουσ)
ineleggibile (επίθ.)
ineleggibilità (θηλ.ουσ)
ineluttabile (επίθ.)
ineluttabilità (θηλ.ουσ)
inenarrabile (επίθ.)
inequivocabile (επίθ.)
inerbire (ρ. μτβ.)
inerente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---