Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ineffabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ineffabiliˈta]

ιδιότητα του ανείπωτου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ineffabile ineffettuabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inedito (επίθ.)
ineducabile (επίθ.)
ineducato (επίθ.)
ineducazione (θηλ.ουσ)
ineffabile (επίθ.)
ineffabilità (θηλ.ουσ)
ineffettuabile (επίθ.)
inefficace (επίθ.)
inefficacia (θηλ.ουσ)
inefficiente (επίθ.)
inefficienza (θηλ.ουσ)
ineguagliabile (επίθ.)
ineguaglianza (θηλ.ουσ)
ineguale (επίθ.)
inegualità (θηλ.ουσ)
inelegante (επίθ.)
ineleganza (θηλ.ουσ)
ineleggibile (επίθ.)
ineleggibilità (θηλ.ουσ)
ineluttabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---