Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ineguàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ineˈgwale]

1 ανόμοιος
2 ασταθής
3 άνισος
4 ανομοιόμορφος
5 ευμετάβλητος
6 ακανόνιστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ineguaglianza inegualità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inefficacia (θηλ.ουσ)
inefficiente (επίθ.)
inefficienza (θηλ.ουσ)
ineguagliabile (επίθ.)
ineguaglianza (θηλ.ουσ)
ineguale (επίθ.)
inegualità (θηλ.ουσ)
inelegante (επίθ.)
ineleganza (θηλ.ουσ)
ineleggibile (επίθ.)
ineleggibilità (θηλ.ουσ)
ineluttabile (επίθ.)
ineluttabilità (θηλ.ουσ)
inenarrabile (επίθ.)
inequivocabile (επίθ.)
inerbire (ρ. μτβ.)
inerente (επίθ.)
inerenza (θηλ.ουσ)
inerme (επίθ.)
inerpicarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---