Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inerpicàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inerpiˈkarsi]

1 αναρριχιέμαι
2 σκαλώνω
3 σκαρφαλώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inerme inerte  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inequivocabile (επίθ.)
inerbire (ρ. μτβ.)
inerente (επίθ.)
inerenza (θηλ.ουσ)
inerme (επίθ.)
inerpicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inerte (επίθ.)
inerzia (θηλ.ουσ)
inerziale (επίθ.)
inesattamente (επίρ.)
inesattezza (θηλ.ουσ)
inesatto (επίθ.)
inesaudibile (επίθ.)
inesaudito (επίθ.)
inesauribile (επίθ.)
inesauribilità (θηλ.ουσ)
inesausto (επίθ.)
inescare (ρ. μτβ.)
inescusabile (επίθ.)
ineseguibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---